- ὁμοχρώματος
- ὁμό-χροος, u. ὁμο-χρώματος, von derselben, von gleicher Farbe; von gleicher, ebener Oberfläche
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ομοχρώματος — ὁμοχρώματος, ον (Α) ομόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρώματος (< χρώμα, ατος), πρβλ. μονο χρώματος] … Dictionary of Greek
ὁμοχρωμάτους — ὁμοχρώματος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομόχρωμος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ομόχρως — ὁμόχρως, ων (Α) ομόχρωμος, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, πολύ χρως] … Dictionary of Greek